- ἀντλητός
- ἀντλ-ητός, όν,A irrigated, PAmh.2.96.3, PFlor.369.6(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντλητός — irrigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητόν — ἀντλητός irrigated masc/fem acc sg ἀντλητός irrigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμητός — ἱμητός, ή, όν (Α) [ιμάω) αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος, αντλητός … Dictionary of Greek